- λωρίον
- λωρίον, τὸ (Μ)βλ. λουρί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
RINGA vel RINCA — RINGA, vel RINCA apud medii aevi Scriptores, baltheus est seu cingulum militare: a ringus seu hringus, i. e. circulus, hodieque ring Germanis, Spelmannos Renga. Unde in Lexico Graeco MS. Reg. Ρ῾ένγα ζώνη, λώριον ὃ οἱ βαςιλεῖς διαζωννύονται, Renda … Hofmann J. Lexicon universale
λουρωτός — ή, ό (Μ λωρωτός, ή, όν) αυτός που έχει επιφάνεια με χρωματιστές λουρίδες, λουριδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωρωτός, με κώφωση < λωρίον] … Dictionary of Greek
μαχαιροδέτης — μαχαιροδέτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάς, λωρίον ἐξαρτήσεως τῆς μαχαίρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek